- ὑποσύρεσθαι
- ὑποσύ̱ρεσθαι , ὑποσύρωdrag downpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσύρω — Α [σύρω] 1. σύρω προς τα κάτω 2. μτφ. α) παρασύρω βαθμιαία («εἰς ἀταξίαν ὑποσύρεται γυνή», Κλήμ. Αλ.) β) συντέμνω, ελαττώνω («συγγραφέων... ὑποσεσυρκότων τὴν γραφήν», Δίον. Αλ.) 3. μέσ. ὑποσύρομαι υποσκάπτω («ὑποσύρεσθαι χώματα», Αππ) 4. φρ.… … Dictionary of Greek